- ψεινάζω
- Αβλ. ψινάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψινάζω — και ψεινάζω και ψηνάζω Α (κατά τον Ησύχ.) «ψινάζει ἀπορρεῑ τὰ ἀσθενῆ τοῡ καρποῡ, φυλλορροεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ψίνομαι «ρίχνω τα φύλλα μου» (βλ. λ. ψίνω)] … Dictionary of Greek